- πρωτογλώσσα
- η, Νγλωσσ. η κοινή αρχική γλώσσα, η οποία αποτελεί την πηγή ομάδας γλωσσών, που εμφανίζουν κοινά χαρακτηριστικά στη φωνητική, στο λεξιλόγιο και στην γραμματική, εφόσον αποκλείεται η περίπτωση τού δανεισμού, αλλ. κοινή μητέρα γλώσσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + γλώσσα. Η λ. αποτελεί απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. protolanguage].
Dictionary of Greek. 2013.