πρωτογλώσσα

πρωτογλώσσα
η, Ν
γλωσσ. η κοινή αρχική γλώσσα, η οποία αποτελεί την πηγή ομάδας γλωσσών, που εμφανίζουν κοινά χαρακτηριστικά στη φωνητική, στο λεξιλόγιο και στην γραμματική, εφόσον αποκλείεται η περίπτωση τού δανεισμού, αλλ. κοινή μητέρα γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + γλώσσα. Η λ. αποτελεί απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. protolanguage].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… …   Dictionary of Greek

  • Η, ήτα — Το έβδομο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό heth (= φράκτης) που παριστανόταν  και δήλωνε έναν λαρυγγικό μετάστενο και διαρκή συμφωνικό φθόγγο. Αυτό τον φθόγγο (δασύ πνεύμα, h) –οοποίος δεν υπήρχε στην Ινδοευρωπαϊκή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”